-
1 σίτησις
A eating, feeding, ἐπὶ σιτήσι for home consumption, opp. πρῆσις, Hdt.4.17;σ. καὶ δίαιτα Pl.R. 404d
; σ. ἐν Πρυτανείῳ public maintenance in the Prytaneum, Ar.Ra. 764, cf. IG12.77, And.4.31, Pl.Ap. 37a, OGI49.12 (Ptolemais, iii B.C.): abs.,σίτησιν αἰτῆσαι Ar.Eq. 574
; γέρα.. δίδοται.. ς. Timocl.8.18: pl., D.20.107.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σίτησις
См. также в других словарях:
σίτηση — η / σίτησις ήσεως, ΝΜΑ, και ερετρ. τ. σίτηρις, Α [σιτῶ] η παροχή ή η λήψη τροφής, η διατροφή (α. «έπρεπε να εξασφαλίσει τη σίτηση και τη διαμονή του» β. «τὴν τοιαύτην σίτησιν καὶ δίαιταν», Πλάτ. γ. «οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι τὸν σῑτον ἀλλ ἐπὶ… … Dictionary of Greek